- κολλήγας
- ο , κολλήγισσα η1) испольщи|к, -ца; 2) коллега, компаньон, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κολλήγας — και κολλήγος και κολλέγας, ο (Α κολλήγας) βλ. κολήγας … Dictionary of Greek
κολήγας — και κολήγος και κολέγας, ο (Α κολλήγας) νεοελλ. 1. αυτός που καλλιεργεί ξένο κτήμα ή βόσκει ξένο κοπάδι και μοιράζεται τα παραγόμενα προϊόντα με τον ιδιοκτήτη 2. συνεταίρος, συνεργάτης 3. φίλος αρχ. συνάρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. collega. Στην… … Dictionary of Greek
μορτίτης — ο (Μ μορτίτης) γεωργός ο οποίος καλλιεργεί ξένη γη καταβάλλοντας στον ιδιοκτήτη ένα μέρος τής εσοδείας, επίμορτος καλλιεργητής, κολλήγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορτή + κατάλ. ίτης (πρβλ. οπλ ίτης)] … Dictionary of Greek
colibă — COLÍBĂ, colibe, s.f. Casă mică şi sărăcăcioasă. ♦ Adăpost provizoriu pentru oameni şi uneori, pentru animale, făcut din bârne, din crengi etc. şi acoperit cu paie, ramuri etc. – Din sl. koliba. Trimis de hai, 28.06.2004. Sursa: DEX 98 COLÍBĂ s … Dicționar Român